ἐσωτικός

ἐσωτικός
ἐσωτικός, ή, όν,
A internal : -κόν, τό, household, family, Rev.Arch. 20(1912).258 ([place name] Thrace).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εσωτικός — ἐσωτικός, ή, όν (Α) 1. εσωτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσωτικόν το εσωτερικό τού σπιτιού, το σπιτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω τικός (πρβλ. εξω τικός) υπό την επίδραση τών εξώ τερος, εσώ τερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”